- σοβατζής
- σοβατζής, ο και σουβατζής, οαυτός που σοβατίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοβατζής — και σουβατζής, ο, Ν εργάτης οικοδομής ο οποίος σοβατίζει, αμμοκονιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivaci] … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
αμμοκονιαστής — ο [*αμμοκονιώ ( άω)] τεχνίτης που επιχρίει τους τοίχους με αμμοκονίαμα, σοβατζής … Dictionary of Greek
κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] … Dictionary of Greek
κουρασανάς — ο [κουρασάνι] αμμοκονιαστής, σοβατζής … Dictionary of Greek
σουβατζής — ο, Ν βλ. σοβατζής … Dictionary of Greek
υπαγωγεύς — έως, ὁ, Α 1. οικοδομικό εργαλείο με το οποίο έξυναν τον πηλό 2. η γέφυρα τών έγχορδων οργάνων 3. σοβατζής 4. (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν πηλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαγωγή + επίθημα εύς (πρβλ. προσαγωγ εύς)] … Dictionary of Greek
χρίστης — ὁ, ΜΑ 1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.) 2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ χρισ α) + κατάλ. της*] … Dictionary of Greek
αμμοκονιαστής — ο ο σοβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπριστής — ασπριστής, ο και ασπριτζής, ο πληθ. ήδες, ο σοβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)